Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νομαρχεύω — [νομάρχης] νομαρχώ … Dictionary of Greek
νομαρχεύω — ασκώ τα καθήκοντα του νομάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)