νομαρχεύω

νομαρχεύω
νομαρχεύω βλ. πίν. 19 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νομαρχεύω — [νομάρχης] νομαρχώ …   Dictionary of Greek

  • νομαρχεύω — ασκώ τα καθήκοντα του νομάρχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”